Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δύσκολος (ψυχή

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • δυσκίνητος — η, ο (AM δυσκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος 2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα μσν. (για χρόνο) δύσκολος αρχ. 1. σταθερός, αμετάβλητος 2. (για ψυχή) ασυγκίνητος 3. αμείλικτος, σκληρός 4. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»